- συγκαθιδρύω
- συγ-καθ-ιδρύω, zugleich niedersetzen, zugleich weihen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
συγκαθιδρύω — Α [καθιδρύω] 1. ιδρύω κάτι προς τιμή κάποιου 2. αφιερώνω κάτι σε κάποιον («ἀλλὰ καὶ τὸν Ἑρμῆν ταῑς Χάρισιν οἱ παλαιοὶ συγκαθίδρυσαν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
ιδρύω — (ΑΜ ἱδρύω) (ενεργ. και μέσ.) οικοδομώ, κτίζω («ο ναός ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα» β. «ἱδρύσαντο ὑπὸ τῇ ἀκροπόλι Πανὸς ἱρόν», Ηρόδ.) νεοελλ. συνιστώ, συγκροτώ («ιδρύω πολιτικό κόμμα») αρχ. 1. πείθω κάποιον να παραμείνει, να εγκατασταθεί («αὑτός τε… … Dictionary of Greek